ESCRITORES COLOMBIANOS

CANÍCULA 1 | Especial Antología de Poetas Colombianos (español/griego)

 

Canícula
Antología bilingüe de poetas colombianos contemporáneos
(Español / Griego)
Erato
Burdelianas Poetry

⊂Ο⊃

 

OMAR ORTÍZ FORERO
(Bogotá, 1950)

FOTO │©Marcela Sánchez – MARA

 

Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis

 

ALBATROS

Frente a la ventana, el viejo 

marinero

Sueña las ballenas que navegan por su alma

Y que su ojo feroz no arponeó.

Su corazón es de verdad un único

Cementerio marino. No el del poema,

El que viaja en esa pequeña ola

Que rueda lentamente por su mejilla.

 

 

 

ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

Μπροστά από το παράθυρο, ο παλιός ναύτης

Ονειρεύεται τις φάλαινες που διαπλέουν την ψυχή του

Και που το άγριο μάτι του δεν καμάκωσε.

Η καρδιά του είναι πραγματικά ένα μοναδικό

Ναυτικό νεκροταφείο. Όχι αυτό του ποιήματος,

Κείνο που ταξιδεύει σε τούτο το μικρό κύμα

που κυλά αργά στο μάγουλο του.

 

 

 

THE MET │ Antefix, head of Medusa 4th century BC / Greek, South Italian

 

 

 

NOCTURNO

Aquí está la memoria,

En estos libros, testigos mudos

De su blanca piel de luna, está escrita su historia.

Hay que mirar por las hendijas, donde su sombra,

A esta hora se desnuda. Nunca se piensa

Que la perfumada sábana del amor, sea la mortaja.

Mi corazón arrastra un barrilete, como un niño

Que suspende su vida en la levedad de una pluma.

Ahora, cuando la noche es más espesa

Alguien arrastra el cadáver de una alondra.

 

 

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Εδώ είναι η μνήμη,

Σ’ αυτά τα βιβλία, σιωπηλούς μάρτυρες

του λευκού της δέρματος από φεγγάρι, είναι γραμμένη η ιστορία της.

Πρέπει να ψάξεις για τις ρωγμές, όπου η σκιά της,

αυτή τη στιγμή ξεγυμνώνεται. Ποτέ δεν φαντάζεσαι

ότι το αρωματισμένο σεντόνι της αγάπης είναι το σάβανο.

Η καρδιά μου σέρνει ένα χαρταετό, σαν παιδί

που εξαρτά τη ζωή του από την ελαφρότητα ενός φτερού.

Τώρα, όταν η νύχτα είναι πιο πυκνή

Κάποιος σέρνει το πτώμα ενός κορυδαλλού.

 

 

⊂Ο⊃

 

EUGENIA SÁNCHEZ NIETO
(Bogotá, 1954)

FOTO │©Mateo Silva

 

Traducción: Stelios Karayanis
(Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης)

 

 

EL VACÍO DE LA NADA

Desde un edificio en ruinas

se asoma a su vacío

espesos árboles hacen bello el paisaje

el sol entra lento

voces indescifrables hablan un idioma incomprensible

él desganado percibe un olor memorable

¿Qué le dicen esas voces insistentes?

una llovizna suave moja su cuerpo en la caída

las nubes dibujan animales vibrantes

figuras distorsionadas, imposible retener algo

el sonido de una armónica, una guitarra lo atrapa, lo abraza

cae buscando un encuentro

 el vacío de la nada.

 

 

 

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

Μέσα από ένα ερειπωμένο κτήριο

σκύβει στο  κενό του

πυκνά δέντρα ομορφαίνουν το τοπίο

ο ήλιος μπαίνει σιγά σιγά

φωνές δυσερμήνευτες μιλούν μια γλώσσα ακατανόητη

αυτός άκεφος δέχεται ένα άρωμα αξιομνημόνευτο

Τι του λένε αυτές οι επιμένουσες φωνές;

μια απαλή ψιχάλα μουσκεύει το κορμί του στην πτώση

τα σύννεφα σχεδιάζουν ζώα παλλόμενα

μορφές στρεβλωμένες, αδύνατο να συγκρατήσεις κάτι

τον ήχο μιας φυσαρμόνικα, μια κιθάρα τον αρπάζει, τον αγκαλιάζει

πέφτει ψάχνοντας μια συνάντηση

το κενό του τίποτα.

 

 

 

 

THE MET │ Bronze statuette of a horse 8th century B.C. / Greek

 

 

 

 

BAJO LAS SOMBRAS

Alguien con su quebrada voz canta por las calles de la noche

siento miedo, miedo de un disparo al aire

un tiro que deje en el asfalto un hombre

alguien con hambre lanza su quebrada voz al aire

desde mi cuarto deseo saltar

por uno de los cuadros que me acompañan

perderme en espacios de tormentas o de asombros,

besar una bella de Botticelli

tal vez arrullar un pequeño solo en medio del parque

o hacer parte para siempre de una pintura de Modigliani

cualquier cosa preferible

a la voz quebrada de ese hombre en medio de la noche.

 

 

 

ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ

Κάποιος με τη ραγισμένη του φωνή τραγουδά μες στους δρόμους τη νύχτα

νιώθω φόβο, φόβο από έναν πυροβολισμό στον αέρα

μια βολή που άφησε στην άσφαλτο έναν άνθρωπο

κάποιος που πεινά υψώνει τη ραγισμένη φωνή του στον αέρα

από το δωμάτιό μου θέλω να πηδήξω

σε έναν από τους πίνακες που με συνοδεύουν

να χαθώ σε χώρους με θύελλες ή με εκπλήξεις,

να φιλήσω μια ωραία γυναίκα του Μποτιτσέλι

να νανουρίσω ίσως ένα μικρό παιδάκι ολομόναχο στη μέση του πάρκου

ή να αποτελέσω μέρος ενός έργου του Μοντιλιάνι

το οποιοδήποτε προτιμώμενο πράγμα

από τη ραγισμένη φωνή αυτού του ανθρώπου στη μέση της νύχτας.

 

⊂Ο⊃

 

RÓMULO BUSTOS AGUIRRE
(Santa Catalina de Alejandría, 1954)


Foto │©Alexánder Urzola

 

Traducción: Ana Stergiou
(Μετάφραση: Άννα Στεργίου

 

 

ESCENA DE MARBELLA

Α Juan Marchena,
Cartagenero
del otro lado
del mar

Junto a las piedras está Dios bocarriba

Los pescadores en fila tiraron largamente de la red

Y ahora yace allí con sus ojos blancos mirando al cielo

Parece un bañista definitivamente distraído

Parece un gran pez gordo de cola muy grande

Pero es solo Dios

hinchado y con escamas impuras

¿Cuánto tiempo habrá rodado sobre las aguas?

Los curiosos observan la pesca monstruosa

Algunos separan una porción y la llevan

                                               para sus casas

Otros se preguntan si será conveniente

comer de un alimento que ha estado tanto tiempo

                                    expuesto a la intemperie

 

 

 

ΣΚΗΝΗ  ΑΠ’ ΤΗΜΑΡΜΠΕΓΙΑ

Στο Χουάν Μαρτσένα,

απ’ την Καρταχένα

της άλλης πλευράς του ωκεανού

 

Δίπλα στις πέτρες βρίσκεται ο Θεός ανάσκελα

Οι ψαράδες στη σειρά έριξαν μακριά τα δίχτυα

Και τώρα κείτεται εκεί με τα λευκά του μάτια θωρώντας τον ουρανό

Μοιάζει με έναν λουόμενο εντελώς αφηρημένο

Μοιάζει με ένα μεγάλο χοντρό ψάρι με μεγάλη ουρά

Αλλά είναι απλά ένας Θεός

πρησμένος και με βρώμικα λέπια

Πόσες φορές θα έχει τσαλαβουτήσει σ’ αυτά τα νερά;

Οι περίεργοι παρατηρούν το τερατώδες ψάρι

Κάποιοι κόβουν ένα κομμάτι για να το πάρουν

σπίτι τους

Άλλοι αναρωτιούνται αν είναι σωστό

να φάνε μια τροφή που ήταν τόσο καιρό

εκτεθειμένηστηνύπαιθρο

 

 

THE MET │ Terracotta statuette of a satyr late 4th–early 3rd century B.C. / Greek, South Italian, Tarentine

 

 

 

DEL CANGREJO ERMITAÑO

Rara costumbre la del cangrejo ermitaño

Se le va la vida buscando caparazones de otros moluscos

latas, recipientes vacíos

toda suerte de objetos cóncavos abandonados

por sus antiguos huéspedes para instalarse en ellos

 

Es posible que todo se deba

a una compulsión turística por la novedad

 

O a un síndrome de inestabilidad casi metafísica

 

O a simple ejercicio peripatético de quien tiene

demasiadas patas que ejercitar

 

¿O habrá algo más de fondo en todo esto?

 

Quizás convenga preguntar

al secreto cangrejo ermitaño que habita

                                               en cada uno de nosotros

 

Ese que, sin duda, acaba de escribir este poema

 

 

 

ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΒΟΥΡΑΣ

Παράξενη συνήθεια αυτή του ερημίτη κάβουρα

Περνά τη ζωή του αναζητώντας κελύφη από άλλα μαλάκια

κονσέρβες, άδεια δοχεία

κάθε είδους κούφια αντικείμενα εγκαταλελειμμένα

απ’ τους παλιούς τους ιδιοκτήτες για να εγκατασταθεί εκεί

 

Είναι πιθανό αυτό να οφείλεται

σε μια τουριστική παρόρμηση για το καινούριο

 

Η σε ένα σύνδρομο αστάθειας σχεδόν μεταφυσικής

 

Η στην απλή άσκηση περιπατητικής όσων έχουν

πολλά πόδια να εξασκήσουν

 

Η μήπως υπάρχει κάτι πιο βαθύ σ’ όλο αυτό;

 

Ίσως θα ’πρεπε να ρωτήσουμε

τον κρυφό ερημίτη κάβουρα που κατοικεί

                                               στον καθένα μας

                                              

Εκείνον που, αναμφίβολα, μόλις έγραψε ετούτο το ποίημα

 

Más textos en el siguiente enlace de BPoetry

 

⊂Ο⊃

 

NELSON ROMERO GUZMÁN
(Ataco, Tolima, 1962)

FOTO │©Jorge Mario Munera

 

Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis

 

MUTANTES

Mi hija duerme, está soñando que yo escribo.

Es todo un suceso. Va por una explanada

Y dobla espigas con sus manos.

Las palabras que escribo se me esparcen en la hoja

Como si igual fueran dobladas por el viento o por una mano.

Voy por la mitad del poema, mientras ella camina por la mitad del sembrado.

Ocurre que, a los ojos de mi hija en el sueño, desaparecen los surcos,

Mientras tanto yo borro un párrafo de versos largos.

Ella sueña y yo escribo.

Yo escribo lo que ella sueña.

Ella sueña lo que yo escribo, o algo así.

Es todo un suceso.

En el sueño ella me ve sentado sobre la hierba

Con mis manos ocupadas sacudiendo espigas

Y decide no distraerme.

De repente, la imagen de mi hija se me aparece en el poema

Cruzando frente a mí, como un reflejo, mas no levanto la cabeza.

Hija, despierta, que mi poema ya casi acaba,

La ventana de mi cuarto empieza a iluminarse,

El día ruge como un animal enjaulado

Tumbando la puerta para echarse a andar,

Hasta que por fin despierta y me dice:

—Gracias, padre, por tu poema logrado,

Yo le respondo:

—Gracias, hija, por tu sueño perfecto.

 

 

 

ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΟΙ

Η κόρη μου κοιμάται, ονειρεύεται ότι εγώ γράφω.

Πρόκειται για μεγάλο γεγονός. Περνά από ένα ξέφωτο

Και λυγίζει στάχυα με τα χέρια της.

Οι λέξεις που γράφω μου είναι διάσπαρτες στο φύλλο

Σαν να ήταν λυγισμένες από τον άνεμο ή από ένα χέρι.

Περνάω μέσα από το ποίημα, ενώ εκείνη περπατά μέσα από τον αγρό.

Συμβαίνει, στα μάτια της κόρης μου στο όνειρο, να εξαφανίζονται τ’ αυλάκια,

Στο μεταξύ ομοίως διαγράφω μια παράγραφο μεγάλων στίχων.

Εκείνη ονειρεύεται κι εγώ γράφω.

Γράφω ό, τι εκείνη ονειρεύεται.

Ονειρεύεται αυτό που γράφω ή κάτι τέτοιο.

Πρόκειται για μεγάλο γεγονός.

Στο όνειρο με βλέπει να κάθομαι στο χορτάρι

Με τα πολυάσχολα χέρια μου σείοντας στάχυα

Και αποφασίζει να μην μου αποσπάσει την προσοχή.

Ξαφνικά, η εικόνα της κόρης μου μου εμφανίζεται στο ποίημα

Περνώντας μπροστά μου, σαν μια αντανάκλαση, μα δεν σηκώνω το κεφάλι μου.

Κόρη, ξύπνα, το ποίημά μου σχεδόν τελειώνει,

Το παράθυρο του δωματίου μου αρχίζει να φωτίζει,

Η μέρα βρυχάται σαν ζώο στο κλουβί

Γκρεμίζοντας την πόρτα για να ξεκινήσει να περπατά,

Μέχρι που τελικά ξυπνά και μου λέει:

—Ευχαριστώ, πατέρα, για το ολοκληρωμένο ποίημά σου,

Εγώ απαντώ:

—Ευχαριστώ, κόρη, για το τέλειο όνειρό σου.

 

 

 

 

THE MET │ Bronze horse 8th century B.C. / Greek

 

 

 

 

LECCIÓN DE CULINARIA

Este ha sido el infierno para una mujer: pelar una cebolla. Las hojas en las manos se multiplican delgadísimas. Hijos, en el corazón de la cebolla está Dios, decía mi madre para darse consuelo y consolarnos. Ella no hacía uso del cuchillo, pues temía herirle el corazón a Dios. Por tanto, el hambre en la casa era la eternidad. Mi madre no veía la hora en que un ángel aleteara entre sus manos, por el momento de esa carne comeríamos. Tiempos en que los ángeles, nuestros guardianes, se transformaban bondadosamente en aves de corral. Pero los tiempos cambian y eso ya no ocurre, así que un día las cosas empeoraron: nos volvimos transparentes como las mismas hojas de la cebolla. Fue hermoso, porque a través de mi hermano veía a mi madre en el punto más lejano del universo pelando sin descanso esa maldita cebolla. Hasta que llegó al punto oculto del centro donde están las regiones superiores. Pero por desgracia, Dios había salido un rato del centro de la cebolla. Pobre sirvienta de Dios, mi madre, en los misterios de la cocina. Lo cierto es que nunca pudimos comer en el Reino. Yo no sabía que mi madre de tanto pelar cebollas se había convertido en una envoltura de cielos transparentes; algo así como un cielo dentro de otro cielo, y éste dentro de otro. Recuerdo que no comimos, pero tampoco vimos a Dios. Ahora entiendo que la demasiada religión es la peor de las culinarias. Por fin quiero vengarme de todo esto derribando el Araboth, árbol del cielo.

 

 

 

ΜΑΘΗΜΑ ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ

Αυτή ήταν η κόλαση για μια γυναίκα: να ξεφλουδίζει ένα κρεμμύδι. Τα φύλλα στα χέρια πολλαπλασιάζονται λεπτότατα. Παιδιά, στην καρδιά του κρεμμυδιού είναι ο Θεός, έλεγε η μητέρα μου για να παρηγορηθεί και να μας παρηγορήσει. Δεν χρησιμοποιούσε το μαχαίρι, επειδή φοβόταν μην πληγώσει την καρδιά του Θεού. Έτσι, η πείνα στο σπίτι ήταν η αιωνιότητα. Η μητέρα μου δεν έβλεπε την ώρα που ένας άγγελος θα φτερούγιζε στα χέρια της, για τη στιγμή που θα τρώγαμε εκείνο το κρέας. Καιροί που οι άγγελοι, οι φύλακές μας, μετατρέπονταν ευγενικά σε πουλερικά. Αλλά οι χρόνοι αλλάζουν και αυτό δεν συμβαίνει πια, έτσι που μια μέρα τα πράγματα έγιναν χειρότερα: γίναμε διαφανείς σαν τα ίδια τα φύλλα του κρεμμυδιού. Ήταν ωραία, γιατί μέσα από τον αδελφό μου έβλεπα τη μητέρα μου στο απώτατο σημείο του σύμπαντος να ξεφλουδίζει το καταραμένο κρεμμύδι χωρίς ανάπαυση. Μέχρι που έφτασε στο κρυφό κεντρικό σημείο όπου βρίσκονται οι ανώτερες περιοχές. Αλλά, δυστυχώς, ο Θεός είχε φύγει για λίγο από το κέντρο του κρεμμυδιού. Φτωχός υπηρέτης του Θεού, η μητέρα μου, στα μυστήρια της κουζίνας. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν μπορέσαμε να φάμε στο Βασίλειο. Δεν ήξερα ότι η μητέρα μου από το τόσο ξεφλούδισμα των κρεμμυδιών είχε μετατραπεί σε ένα περίβλημα διάφανων ουρανών∙ κάτι σαν ένας ουρανός μέσα σε έναν άλλο ουρανό, κι αυτός μέσα σε έναν άλλο. Θυμάμαι ότι δεν φάγαμε, αλλά ούτε είδαμε και τον Θεό. Τώρα καταλαβαίνω ότι η υπερβολική θρησκεία είναι η χειρότερη μαγειρική. Τέλος, θέλω να πάρω εκδίκηση για όλα αυτά καταστρέφοντας το Araboth, δέντρο του ουρανού.

 

 

 

⊂Ο⊃

CARLOS CASTILLO QUINTERO
(Miraflores, Boyacá, 1966)

FOTO │©Claudia R. Niño

 

Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis

 

OCTAEDRO 

I

Quisiera hallarle utilidad,

un destino, a mi mano sin ti.

 

II

Y el amor que se hunde, se asfixia, se muere

en el gélido mar de la ausencia,

su cadáver

¿Sirve para alimentar a los peces?

 

III

La música va por la habitación, se desliza,

a palos de ciego te busca y regresa,

triste, sola,

la música…

 

IV

Voluptuosa, abierta a la piel que acecha,

ebria, con una luna nueva en el pecho,

bella e inútil

esta noche en la que no estás.

 

V

¿Qué caminos has ido a recorrer

de los trazados en las líneas de tu mano?

 

VI

Quizá otro deambule por el macramé pétreo de la casa,

y tropiece, sin hilo, sin brújula,

sin atreverse a consultar el mapa del cielo.

Quizá también huya del espejo y se crea,

como yo,

único dueño de tu laberinto.

 

VII

Y si una tarde en un cruce de caminos,

en una calle alguien te roza.

Y si ese roce casual te detiene,

si te miran y miras,

si naufragas en esa mirada…

¿A dónde mi ruta?

 

VIII

No interesa ya, la extensión del paraíso.

 

 

 

ΟΚΤΑΕΔΡΟ

Ι

Θα ήθελα να το βρω χρήσιμο,

ένα πεπρωμένο, στο χέρι μου χωρίς εσένα.

 

ΙΙ

Και η αγάπη που βυθίζεται, ασφυκτιά, πεθαίνει

στην παγωμένη θάλασσα της απουσίας-

το πτώμα της

χρησιμεύει για να θρέψει τα ψάρια;

 

III

Η μουσική περνά μέσα από το δωμάτιο, γλιστρά,

στα τυφλά σε ζητά κι επιστρέφει,

λυπημένη, μόνη

η μουσική…

 

IV

Ηδονική, ανοιχτή στο δέρμα που προσδοκά,

μεθυσμένη, με ένα νέο φεγγάρι στο στήθος,

όμορφο και άχρηστο,

αυτή η νύχτα στην οποία δεν είσαι.

 

V

Τι μονοπάτια πήγες να ταξιδέψεις

απ’ τις διαδρομές στις γραμμές του χεριού σου;

 

VI

Ίσως κάποιος άλλος περιπλανιέται στο πέτρινο μακραμέ του σπιτιού,

και σκοντάφτει, χωρίς νήμα, χωρίς πυξίδα,

χωρίς να τολμά να συμβουλευτεί τον χάρτη του ουρανού.

Ίσως συνάμα να αποφεύγει τον καθρέφτη και να θεωρεί τον εαυτό του,

όπως εγώ,

μόνο ιδιοκτήτη του λαβυρίνθου σου.

 

VII

Κι αν ένα απόγευμα σ’ ένα σταυροδρόμι,

σ’ έναν δρόμο κάποιος σ’ αγγίξει.

Κι αν αυτή η τυχαία επαφή σε σταματήσει,

αν σε κοιτάξουν και κοιτάξεις,

αν βυθιστείς σε αυτό το βλέμμα …

Για πού είναι η διαδρομή μου;

 

VIII

Δεν ελκύει πια, η επέκταση του παραδείσου.

 

 

 

 

THE MET │ Bronze statuette of Aphrodite late 2nd or 1st century B.C. / Greek

 

 

 

AMÉN

Para Diana Alejandra

Lo busqué en los libros sagrados.

Pregunté por ÉL a quienes habían dedicado su vida a servirle.

Fui al templo, me hinqué ante la imagen del Cristo

y recé la oración indicada.

Fui a la mezquita.

Visité edificios descostrados, garajes multicolores,

bulevares y tiendas decoradas con ángeles de marfil

en donde se comerciaba con SU nombre,

pero en ninguno de aquellos lugares le hallé.

 

Vacío —cómplice de fraude—

recorrí el lado oscuro

fui hasta el monte de Sísifo,

una y otra vez,

sin reunir el valor que exige el abismo.

 

Cuando ya había cesado mi búsqueda,

y los días de mi vida eran pasto de la desesperanza

llegaste tú,

con tu sonrisa que es igual a mil soles

con ese lunar que circunda tus labios y te hace dueña de todo

con tu cabellera que guarda el negro más puro de la noche

con tu espalda que es un calco de la constelación de Orión y en donde habitan murciélagos y otros seres celestes

con tus ojos que exigen un nuevo nombre para la belleza

con tu cuerpo, árbol de canela que no le pide permiso a la felicidad.

 

Llegaste tú,

y me enseñaste SU rostro.

 

 

 

ΑΜΗΝ

Για την Ντιάνα Αλεξάνδρα

Τον αναζήτησα στα ιερά βιβλία.

Ρώτησα για ΕΚΕΙΝΟΝ όσους είχαν αφιερώσει τη ζωή τους για να τον υπηρετήσουν.

Πήγα στο ναό, γονάτισα μπροστά στην εικόνα του Χριστού

και προσευχήθηκα την ενδεδειγμένη προσευχή.

Πήγα στο τζαμί.

Επισκέφτηκα αποφλοιωμένα κτίρια, πολύχρωμα γκαράζ,

λεωφόρους και καταστήματα διακοσμημένα μ’αγγέλους φιλντισένιους

όπου εμπορευόντουσαν το όνομά ΤΟΥ,

μα σε κανένα από αυτά τα μέρη δεν τον βρήκα.

 

Κενός —απάτης συνεργός—

διάνυσα τη σκοτεινή πλευρά

πήγα μέχρι το όρος του Σισύφου,

ξανά και ξανά

δίχως να συγκεντρώσω το κουράγιο που απαιτεί η άβυσσος.

 

Όταν πια η αναζήτησή μου είχε σταματήσει,

και οι μέρες της ζωής μου ήταν βοσκή της απελπισίας

ήρθες εσύ

με το χαμόγελό σου που είναι ίσο με χίλιους ήλιους

μ’ εκείνη την ελιά που περιβάλλει τα χείλη σου και σε κάνει ιδιοκτήτρια του παντός

με τα μαλλιά σου που κρατούν το πιο αγνό μαύρο της νύχτας

με την πλάτη σου που είναι αντίγραφο του αστερισμού του Ωρίωνα και όπου κατοικούν νυχτερίδες και άλλα ουράνια όντα

με τα μάτια σου που απαιτούν ένα νέο όνομα για την ομορφιά

με το σώμα σου, κανελόδεντρο που δεν ζητά άδεια στην ευτυχία.

 

Ήρθες εσύ,

και μου έδειξες το πρόσωπό ΤΟΥ.

 

 

BITÁCORA DEL FIN

Entonces el océano reveló su grandeza.
Henri Michaux

Todo en este viaje, es ajeno.

Yo, Ulises, permanezco atado al mástil de mi barco pero no escucho el canto de las sirenas. No hay sirenas, no hay barco.

Nada ha sido mío.

Las mujeres que amé y que me amaron, amor espurio que se fatiga hoy en otro lecho. En el televisor de una tienda de barrio, el Titanic naufraga otra vez.

Afuera el invierno se va y los árboles estrenan nuevas hojas. Sobre la mesa de noche permanece un libro que habla de viajes. Un cielo que no conozco se agita en esas páginas gastadas. Un pájaro azul.

Sé que tuve dos hijas que en la noche de año nuevo le daban la vuelta a la manzana cargando una maleta llena de girasoles. Sé que el viento ha extraviado sus postales. Recuerdo un patio, un triciclo, la sombra de un gato amarillo que todavía duerme a los pies de mi cama. Recuerdo el arcoíris que nacía en la olla de oro de un duende.

Nada ha sido mío.

Una anciana le reza a un judío muerto. «Los comedores de patatas» de Vincent Van Gogh interrumpen su cena y la miran con desdén. ¿Quién es esa niña que durante todos estos años ha ocultado su rostro? Quisiera rezarle a algún dios, pero ya ninguno quiere tratos conmigo.

Viví en una ciudad fría de calles inclinadas que con sus diecisiete campanarios,  durante siglos, ha esclavizado a sus fieles. Viví en un pueblo en donde en lugar de molinos había gigantes; allí, todos los domingos, el Crucificado bajaba de su madero y comía masato y galletas con los niños que salían de misa.

Recuerdo la sonrisa de mi mamá, sus manos que a diario recomponían una casa habitada por fantasmas. Recuerdo los lirios del campo que brotaban de sus dedos como si fueran maleza. El ruido de una guadaña cruza la tarde como un río y un cardumen de pequeños peces alados atraviesa mis ojos.

Nada ha sido mío.

Sé de un poeta centenario que fue olvidado por la Muerte y que transita por las calles de una ciudad que no lo reconoce. Sé de uno que se baña en las aguas oscuras del crimen y amanece limpio como un niño que va a su primer día de escuela. Sé que el poeta y el niño son el mismo.

Las ruinas de una fiesta se han anclado en mi ventana. Una guitarra. Unas voces ásperas que hablan de Nueva York. El humo púrpura de un tabaco huye de los labios de una mujer joven que entona una canción triste. Sé que ella tiene el nombre de un bebé tatuado en su vientre.

Yo, Ulises, permanezco atrapado en una habitación acosada por las termitas, paredes de alquiler en donde aguardo el fin del mundo.

 

 

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Τότε ο ωκεανός αποκάλυψε το μεγαλείο του.
Ανρί Μισώ

Όλα σε αυτό το ταξίδι είναι ξένα.

Εγώ, ο Οδυσσέας, παραμένω δεμένος στο κατάρτι του πλοίου μου, αλλά δεν ακούω το τραγούδι των Σειρήνων. Δεν υπάρχουν Σειρήνες, δεν υπάρχει πλοίο.

Τίποτα δεν ήταν δικό μου.

Οι γυναίκες που αγάπησα και που με αγάπησαν, ψεύτικη αγάπη που κουράζεται σήμερα σε άλλο κρεβάτι. Στην τηλεόραση ενός καταστήματος της γειτονιάς, ο Τιτανικός ναυαγεί και πάλι.

Έξω ο χειμώνας φεύγει και τα δέντρα φορούν καινούργια φύλλα. Στο κομοδίνο παραμένει ένα βιβλίο που μιλά για ταξίδια. Ένας ουρανός που δεν γνωρίζω αναδεύεται σε αυτές τις φθαρμένες σελίδες. Ένα γαλάζιο πουλί

Ξέρω ότι είχα δύο κόρες που την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τριγύριζαν στο τετράγωνο κουβαλώντας μια βαλίτσα γεμάτη ηλιοτρόπια. Ξέρω ότι ο άνεμος έχει χάσει τις ταχυδρομικές θυρίδες του. Θυμάμαι ένα αίθριο, ένα τρίκυκλο, τη σκιά ενός κίτρινου γάτου που κοιμάται ακόμα στα πόδια του κρεβατιού μου. Θυμάμαι το ουράνιο τόξο που γεννήθηκε στο χρυσό τσουκάλι ενός ξωτικού.

Τίποτα δεν ήταν δικό μου.

Μια γριά προσεύχεται σε έναν νεκρό Εβραίο. Οι «Πατατοφάγοι» του Βίνσεντ Φαν Γκογκ διακόπτουν το δείπνο τους και την κοιτάζουν με περιφρόνηση. Ποιο είναι αυτό το κορίτσι που έχει κρυμμένο το πρόσωπό του όλα αυτά τα χρόνια; Θα ήθελα να προσευχηθώ σε κάποιον θεό, αλλά κανείς πια δεν θέλει δοσοληψίες μαζί μου.

Έζησα σε μια κρύα πόλη με απότομους δρόμους που με τα δεκαεπτά καμπαναριά της, για αιώνες, έχει υποδουλώσει τους πιστούς της. Έζησα σε ένα χωριό όπου αντί για μύλους υπήρχαν γίγαντες. Εκεί, κάθε Κυριακή, ο Εσταυρωμένος κατέβαινε από το ξύλο του και έτρωγε μασάτο και μπισκότα με τα παιδιά που έφυγαν από τη λειτουργία.

Θυμάμαι το χαμόγελο της μητέρας μου, τα χέρια της που καθημερινά ανασυνέθεταν ένα σπίτι κατοικημένο από φαντάσματα. Θυμάμαι τα κρίνα της πεδιάδας που ξεφύτρωναν από τα δάχτυλά της σαν να ήταν ζιζάνια. Ο θόρυβος ενός δρεπανιού διασχίζει το απόγευμα σαν ποτάμι και ένα κοπάδι μικρών φτερωτών ψαριών διαπερνά τα μάτια μου.

Τίποτα δεν ήταν δικό μου.

Γνωρίζω έναν εκατονταετή ποιητή που ξεχάστηκε από τον Θάνατο και ταξιδεύει στους δρόμους μιας πόλης που δεν τον αναγνωρίζει. Ξέρω για κάποιον που λούζεται στα σκοτεινά νερά του εγκλήματος και αναδύεται καθαρός σαν παιδί που πηγαίνει στην πρώτη του μέρα στο σχολείο. Ξέρω ότι ο ποιητής και το παιδί είναι το ίδιο.

Τα απομεινάρια μιας γιορτής έχουν αγκυροβολήσει στο παράθυρό μου. Μια κιθάρα. Σκληρές φωνές που μιλάνε για τη Νέα Υόρκη. Ο πορφυρός καπνός ενός ταμπάκου φεύγει από τα χείλη μιας νεαρής γυναίκας που τραγουδά ένα θλιμμένο τραγούδι. Ξέρω ότι έχει τατουάζ το όνομα ενός μωρού στην κοιλιά της.

Εγώ, ο Οδυσσέας, παραμένω παγιδευμένος σε ένα δωμάτιο βασανισμένο απ’ τους τερμίτες, μισθωμένοι τοίχοι όπου περιμένω το τέλος του κόσμου.

 

Más textos en la WEB del autor

 

⊂Ο⊃

CLAUDIA R. NIÑO
(Tunja, 1966)


Foto │©Carlos Castillo Quintero

 

 A la sombra del olivo / Στη σκιά του ελαιώνα

Traducción: Stelios Karayanis
(Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης)

I

Si mi mano calculara

el peso exacto

de una gota de rocío,

calcularía también

                         el vacío

del dios muerto

infinito,

que me ha dejado sola.

 

Ι

Αν το χέρι μου μετρούσε

το ακριβές βάρος

μιας δροσοσταλίδας,

θα μετρούσε επίσης,

                        το κενό

του πεθαμένου θεού

του άπειρου

που με άφησε μόνη.

 

 

 

II

Y si espero a la noche

Y me sumerjo en ella

Y llamo al loco, al suicida,

Y grito su nombre

Y me despojo de todo

Y me entrego

Y muero en el intento

O si sólo sigo aquí, inmóvil, callada

antes del alba.

 

ΙΙ

Κι αν ελπίζω στη νύχτα

Κι αν βυθίζομαι σ’ αυτή

Και καλώ τον τρελό, ον αυτοκτόνο,

Και κραυγάζω το όνομά του

Και απαρνιέμαι  τα πάντα

Και παραδίνομαι

Και πεθαίνω στην προσπάθεια

Η ίσως μόνο συνεχίζω εδώ, ακίνητη, σιωπηλή

πριν τη χαραυγή.

 

 

 

THE MET │ Gold earring with head of an antelope / Greek, late 4th–3rd century B.C.

 

 

ΙΙΙ

Mato tu recuerdo

hago un anillo que selle tu ausencia

tuerzo un alambre

pinto un cuadro que se robe

el color de tus ojos

entierro todo

olvido

y vuelvo a preguntar

¿Qué es un colibrí?

 

III

Δολοφονώ την ανάμνησή σου

φτιάχνω ένα δαχτυλίδι που να σημαίνει την απουσία σου

λιμάρω ένα σύρμα

ζωγραφίζω έναν πίνακα που κλέβει

το χρώμα των ματιών σου

θάβω τα πάντα

λησμονώ

και ξαναρωτάω

Τι είναι ένα κολιμπρί;

 

Más textos en el siguiente enlace de BPoetry

 

 

⊂Ο⊃

LUCÍA ESTRADA
(Medellín, 198o)

FOTO │©Isabel Hernández

 

 

 

HÉCUBA

Que mis ojos mientan

lo que han visto

esta noche

un gran augurio:

¡oh rey!

el Cuervo

se ha posado

sobre nuestras coronas.

 

 

 

ΕΚΑΒΗ

Μακάρι να ψεύδονται τα μάτια μου

γι’ αυτό που είδαν

αυτή τη νύχτα

ένα μεγάλο οιωνό:

ω βασιλιά!

Το Κοράκι

κάθισε

πάνω στις κορώνες μας.

 

 

 

CIRCE

Es la sombra

lo que retengo

 

la belleza de alejarse

cada vez más

 

el infortunio de haber visto

muchas islas

muchos mares

como a través

de un espejo roto

 

la muerte que representas

el número de animales muertos

que representas

 

negro polvo que tus pies

han traído

hasta mi casa.

 

 

 

ΚΙΡΚΗ

Είναι η σκιά

 αυτό που κρατώ

 

η ομορφιά του να απομακρύνεσαι

κάθε φορά όλο και περισσότερο

 

η ατυχία του να έχεις δει

πολλά νησιά

πολλές θάλασσες

όπως μέσα

από έναν σπασμένο καθρέφτη

 

ο θάνατος που αντιπροσωπεύεις

ο αριθμός των νεκρών ζώων

που εκπροσωπείς

 

μαύρη στάχτη

που τα πόδια σου

έφεραν

ως το σπίτι μου.

 

 

 

 

THE MET │ Terracotta fragment of the upper body of a woman 4th century B.C. / Greek, South Italian, Tarentine

 

 

 

YOCASTA

Si preguntaras

a la Piedra

respondería con tu nombre

 

el propio corazón

es el oráculo.

 

 

 

ΙΟΚΑΣΤΗ

Αν ρωτούσες

 την πέτρα

θα σου απαντούσε με τ’ όνομά σου

 

η ίδια η καρδιά σου

είναι το θαύμα.

 

 

 

ALMA MALHER

Yo también lo prefiero.

 

Es más bella la mano

al pulsar una cuerda invisible.

Cuando duermes,

reaparecen las tres mil sombras de tus dedos

tejiendo filigranas

en el oscuro cuello del dragón.

Te miro inquieta

sin atreverme a respirar.

 

Es la hora más alta

del doble vuelo nocturno.

 

Escribo en la seda de tus párpados

mi temor de perderle,

de que huya como un gato por los techos,

de que salte y reviente la cuerda

de todas las campanas del mundo,

de que se despeñe con el sonido metálico

de un arcángel

en el centro mismo de la orquesta.

Yo también lo prefiero

cóncavo y oscuro.

La clave blanca y negra

de todo cuanto existe

se advierte

en su sinfonía de agujas.

 

 

 

ΑΛΜΑ ΜΑΛΕΡ

Εγώ επίσης το προτιμώ.

Είναι πιο όμορφο το χέρι

όταν χτυπά μια αόρατη χορδή.

Όταν κοιμάσαι,

επανεμφανίζονται οι τρεις χιλιάδες σκιές των δακτύλων σου

υφαίνοντας υδατόσημα

στο σκοτεινό τράχηλο του δράκου.

Σε κοιτάζω ανήσυχη

δίχως να τολμώ να αναπνεύσω.

Είναι η πιο μεγάλη ώρα

Της διπλής νυχτερινής πτήσης.

Γράφω στο μετάξι των βλεφάρων σου

Τον φόβο μου μήπως χαθώ,

αυτού που δραπετεύει σαν μια γάτα από τις στέγες,

αυτού που αναπηδά και θραύει το σκοινί

όλων των καμπάνων του κόσμου,

αυτού που  γκρεμίζεται με τον μεταλλικό ήχο

ενός αρχαγγέλου

μέσα στο κέντρο μιας ορχήστρας.

Εγώ επίσης το προτιμώ

κοίλο και σκοτεινό.

Το λευκό και μαύρο κλειδί

όλων όσων υπάρχουν

φαίνεται σε μια συμφωνία υδάτων.

 

 

 

 

THE MET │ Marble head from the figure of a woman 2700–2500 B.C. / Cycladic

 

 

 

CAMILLE CLAUDEL

Imaginé una cárcel,

la flor de locura

convertida en piedra

Me reconocí en desventaja,

me afilé las manos,

el cuerpo,

el vacío

y los restos de sombra

devorada por las hormigas.

En un viejo cuadro

de la estancia

mi rostro se disuelve.

 

 

 

ΚΑΜΙΛ ΚΛΟΝΤΕΛ

Φαντάστηκα μια φυλακή,

το άνθος της τρέλας

μετασχηματισμένο σε πέτρα

Αναγνωρίστηκα με μειονέκτημα,

ακόνισα τα χέρια μου,

το σώμα μου,

το κενό

και τα υπολείμματα της σκιάς

κατασπαραγμένη από τα μυρμήγκια.

Σε ένα παλιό κάδρο

του παλατιού

το πρόσωπό μου διαλύεται.

 

⊂Ο⊃

HENRY ALEXÁNDER GÓMEZ
(Bogotá, 1982)

FOTO │©Laura Castillo

 

Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης
Traducción: Stavros Guirguenis

 

 

LA ALBERCA

Habité por años aquel estanque perdido

en medio del patio.

Alimenté el corazón del agua, el pozo sin fondo

donde tío Jaime guardaba los peces traídos desde el río.

Fui náufrago sin cielo,

árbol sumergido en la mitad de la tormenta.

Buceé el torrente de hogueras submarinas

y, como Julio Verne,

vi el relámpago de la música adentro de un pez dormido.

Navegar era mi oficio, destejer las raíces del mar,

dibujar en cartas de navegación

las líneas turbulentas de aguas ecuatoriales.

Los bajeles, el sextante,

los peces bañados en el tiempo,

boqueando el alba hasta perecer.

Mi puerto eran las manos de mi madre lavando la ropa.

 

 

 

Η ΠΙΣΙΝΑ

Κατοίκησα εκείνη τη χαμένη πισίνα για χρόνια

στη μέση του αιθρίου.

Έθρεψα την καρδιά του νερού, το απύθμενο πηγάδι

όπου ο θείος Χάιμε φύλαγε τα ψάρια που έφερνε από το ποτάμι.

Ήμουν ναυάγιο χωρίς ουρανό,

δέντρο βυθισμένο στο μέσο της καταιγίδας.

Βυθίστηκα στο χείμαρρο των υποβρύχιων πυρκαγιών

και, όπως ο Ιούλιος Βερν,

είδα την αστραπή της μουσικής μέσα σε ένα κοιμισμένο ψάρι.

Η ιστιοπλοΐα ήταν η δουλειά μου, ξηλώνοντας τις ρίζες της

θάλασσας,

σχεδιάζοντας σε χάρτες πλοήγησης

τις ταραγμένες γραμμές των ισημερινών υδάτων.

Τα πλοία, οι εξάντες,

τα ψάρια τα λουσμένα στο χρόνο,

χάσκοντας την αυγή μέχρι να χαθεί.

Το λιμάνι μου ήταν τα χέρια της μητέρας μου που έπλενε τα

ρούχα.

 

 

 

THE MET │ Marble fragment of a stele (grave marker) of a youth mid-4th century B.C. / Greek

 

 

 

 

ARQUEOLOGÍA

Enterrar una palabra,

esconder su tumba entre las piedras.

Desenterrarla después de muchos años,

quitarle la tierra endurecida,

los restos de polvo,

el óxido,

hasta que brille como una antigua reliquia.

Colocarla en medio de la página en blanco

y estudiar su antigüedad, interpretar su pasado,

descifrar el color original,

establecer su importante papel en la historia.

Incluso admirar su dignidad de estrella olvidada.

 

 

 

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Θάψε μια λέξη,

κρύψε τον τάφο της ανάμεσα στις πέτρες.

Ξέθαψέ την μετά από πολλά χρόνια,

αφαίρεσε τη σκληρυμένη γη,

τα υπολείμματα της σκόνης,

τη σκουριά,

μέχρι να λάμψει σαν ένα αρχαίο λείψανο.

Τοποθέτησέ την στο κέντρο της λευκής σελίδας

και μελέτα την αρχαιότητά της, ερμήνευσε το παρελθόν της,

αποκρυπτογράφησε το αρχικό χρώμα,

θεμελίωσε το σημαντικό ρόλο της στην ιστορία.

Επιπλέον θαύμασε την ξεχασμένη αστρική αξιοπρέπειά της.

 

 

 

 

 

*  *  *

Derechos reservados
©De los autores
©De los traductores
 

⊂Ο⊃

NOTAS BIOGRÁFICAS

OMAR ORTIZ FORERO (Bogotá, 1950). Edita y dirige desde 1987 la revista de poesía Luna Nueva. Ha publicado 13 libros de poesía de los cuales destacamos: “Las muchachas del circo”, “Diez regiones”, “Un jardín para Milena”, “El libro de las cosas”, (Premio Nacional de Poesía Universidad de Antioquia, 1995) “La luna en el espejo”, “Diario de los seres anónimos”, “Cequíagrande” y la primera edición en España de “Diario de los seres anónimos” que, ampliada y corregida, publica la editorial “La Mirada Malva” en 2015. 

⊂Ο⊃

EUGENIA SÁNCHEZ NIETO (Bogotá, 1954). Título de Filosofía, Universidad Nacional, 1987. Especialista en Administración y Planeación del Desarrollo Regional Universidad de los Andes, 1993. Dirigió el programa Página Impar de la Unión Nacional de Escritores, que se transmitió por la Radiodifusora Nacional de Colombia, (1990-1997). Libros publicados: Que venga el tiempo que nos prenda (Ulrika, 1985), Con la venia de los heliotropos (Ulrika, 1990), Las puertas de lo invisible (Centro Colombo Americano,1993), Visibles ademanes (Colección Viernes de Poesía, 2004), Dominios cruzados (Caza de Libros, 2010), Visibles ademanes – Antología (Colección Un libro por centavos, 2013), Lo inasible – Poesía reunida (Uniediciones, 2017).

⊂Ο⊃

RÓMULO BUSTOS AGUIRRE (Santa Catalina de Alejandría, 1954). Doctor en Ciencias de las religiones por la Universidad Complutense de Madrid. Magister en literatura hispanoamericana por el Instituto Caro y Cuervo. En 1993 recibe el Premio Nacional de Poesía, concedido por el Instituto Colombiana de Cultura. En 2019 recibe el Premio Nacional de Poesía del Ministerio de Cultura de Colombia.

⊂Ο⊃

NELSON ROMERO GUZMÁN (Ataco, Tolima, 1962). Licenciado en Filosofía y Letras por la Universidad Santo Tomás y Magíster en Literatura, Universidad Tecnológica de Pereira en convenio con la Universidad del Tolima. Premio Nacional de Poesía “Fernando Mejía Mejía” por su libro Rumbos (1992; XIV Premio Nacional de Poesía por Concurso Universidad de Antioquia, por el libro Surgidos de la Luz (2000); Premio Nacional de Poesía Instituto Distrital de Cultura y Turismo de Bogotá por Obras de mampostería (2007); 56 Premio Internacional de Poesía Casa de las Américas 2015, otorgado en la Habana a su libro Bajo el brillo de la luna y Premio Nacional de Poesía Ministerio de Cultura de Colombia 2015 por su libro Música lenta

⊂Ο⊃

CARLOS CASTILLO QUINTERO (Miraflores, Boyacá, 1966). Ha publicado las novelas Peces de nieve (2018), Gente rara en el balcón (2016) y Alicia Cocaine (2016); los libros de cuento Dalila Dreaming (2015), Espiral al Sur (2013), Carroñera (2007), y Los inmortales (2000), además de cinco poemarios. Ha sido incluido en antologías y revistas literarias de Colombia, Venezuela, Argentina, México, Puerto Rico, Estados Unidos, Francia y España. Cuentos, poemas, y textos suyos sobre escritura creativa han sido traducidos al inglés, francés, italiano, griego y portugués.

⊂Ο⊃

CLAUDIA R. NIÑO (Tunja, 1966). Escritora, artista plástica y orfebre. Estudió platería en la Escuela de Artes y Oficios Santo Domingo de Bogotá. Ha sido docente de arte contemporáneo y directora de talleres de escritura creativa. Cuentos y poemas suyos se han traducido al inglés y al griego. Ha publicado en las revistas Circe (UN), Fahrenheit 451, La Tierra baldía, Poetas colombianos, BPoetry, Raíz Invertida, entre otras.

⊂Ο⊃

LUCÍA ESTRADA (Medellín,1980). Ha publicado los libros de poesía Fuegos nocturnos (Medellín, 1997), Noche líquida(Coleccióndel Ministerio de Cultura, San José de Costa Rica, 2000), Maiastra (Ed. El Tambor Arlequín.Medellín, 2004), Las hijas del espino (1º Edición: Cobalto Ediciones, 2006 / 2ºEdición: Hombre Nuevo Editores, 2008), El ojo de Circe (Antología – Colección Un libro porcentavos de la Universidad Externado de Colombia, 2006), El círculo de la memoria (Selección de poemas, Lima, 2008; San José de Costa Rica, 2008),La noche en el espejo (Fundación Gilberto Alzate Avendaño, Bogotá, 2010),Cenizas de Pasolini (Editorial Pequeña Alejandría,Medellín, 2012), Cuaderno del ángel (Sílaba Editores, Medellín 2012),Continuidad del jardín / Selección personal (Colección Palabras Rodantes, Metro de Medellín-Comfama, 2014; Editorial Valparaíso, Granada, España, 2015), entre otros.

⊂Ο⊃

HENRY ALEXÁNDER GÓMEZ (Bogotá, 1982). Magister en Creación Literaria de la Universidad Central y Licenciado en Ciencias Sociales de la Universidad Distrital Francisco José de Caldas. Es director del Festival de Literatura “Ojo en la tinta”. Ha recibido diferentes distinciones, entre ellas, el Premio Nacional de Poesía Universidad Externado de Colombia, el Premio Nacional Casa de Poesía Silva y el Premio Internacional de Poesía José Verón Gormaz de España por el libro Tratado del alba (2016).

⊂Ο⊃

Las imágenes que acompañan a los poemas son tomadas de la colección de uso libre del Museo Metropolitano de Arte (Metropolitan Museum of Art o simplemente Met) de la ciudad de Nueva York.

 

2 Comments

Deja una respuesta

Tu dirección de correo electrónico no será publicada. Los campos obligatorios están marcados con *