Foto │©Archivo particular
Traducción de José Antonio Moreno Jurado
⊂Ο⊃
ΑΣΤΙΚΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
Οι ποιητές εστέτ και οι ονειροπαρμένοι αρχαιολόγοι
λεν μουσουργώντας πως η πόλη μοιάζει με ψηφιδωτό
ή μια σειρά απανωτών στρωμάτων στο χώρο και το χρόνο.
Και προφανώς υπονοείται κάτι θετικό,
η ιστορία, η τέχνη, οι άνθρωποι,
λαοί χαμένοι, κοιμητήρια, μνημεία ερειπιώδη.
Καθώς περιδιαβαίνεις
των ποιητών και των λογίων τα ονειρέματα
μπορεί και να δοθείς στην αυταπάτη.
Μα η πόλη είναι πάντα σε πορεία απώλειας,
ένα ατέρμονο, ενσυνείδητο Sein-zum-Tode.
Η πόλη είναι κουφάρι που του σπαράξανε τα σωθικά
θηρία σταλμένα από το μέλλον της,
είναι το επιστολόχαρτο, λευκό, του αγράμματου
που δεν κατάφερε να καταγράψει τη βαθιά ζωή του για το αύριο,
είναι το φως που ιριδίζει πεινασμένο
στο πανωφόρι του χορτασμένου ιδιοκτήτη του,
είναι ο Κάσσανδρος που ξέμεινε στο χρόνο ανεπιθύμητος
κρατώντας το κράνος απλωμένο,
να αντανακλά το φως βασιλεμένων ήλιων
και να μαζεύει των περαστικών τα κέρματα.
Η πόλη είναι μια χίμαιρα,
η διασταύρωση του νάνου μ’ έναν τιτάνα,
το εξάμβλωμα που ’πεσε πρόωρα
από τη μήτρα της ασχήμιας του.
Η πόλη είναι ο Νέρων που την έκαψε
και στη συνέχεια βαρέθηκε να την οικοδομήσει.
Η πόλη είναι ένα υπέρπυκνο κενό
που επικαλείται τη μετρημένη ανυπαρξία μας
για να μπορέσει να σταθεί μ’ αξιοπρέπεια
στην ύπαρξη.
⊂Ο⊃
ONTOLOGÍA URBANA
Los poetas estetas y los arqueólogos soñadores
dicen, componiendo música, que la ciudad parece un mosaico
o una serie de estratos amontonados en el espacio y el tiempo.
Y evidentemente se supone que es algo positivo,
la historia, el arte, los hombres,
pueblos perdidos, cementerios, monumentos en ruinas.
Cuando atraviesas por completo
las ensoñaciones de los poetas y los ilustrados,
es posible que te llames al engaño.
Pero la ciudad está siempre en camino de destrucción,
un interminable, consciente Sein-zum-Tode.
La ciudad es cadáver al que destrozaron las entrañas
animales enviados desde su futuro,
es el papel de carta, blanco, del analfabeto
que no consiguió inscribir su vida profunda en el mañana,
es la luz hambrienta que se irisa
en el abrigo de su propietario saciado,
es el Casandro que quedó indeseable en el tiempo,
sosteniendo el casco tendido,
reflejando la luz de soles ya puestos
y reuniendo las monedillas de los viandantes.
La ciudad es una quimera,
el cruce del enano y el titán,
la monstruosidad que cayó prematuramente
de la matriz de su fealdad.
La ciudad es el Nerón que la incendió
y se esforzó a continuación en reconstruirla.
La ciudad es un vacío densísimo
que lleva el apodo de nuestra medida inexistencia
para poder mantenerse con dignidad
en la existencia.
ΣΤΟ ΧΩΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Μακριά σαν τα φτερά του γερακιού η ελπίδα μου
και ο ίσκιος της καρδιάς μου άγριος
στο χώμα του ουρανού διαγράφεται.
Πολύ καιρό περιφέρομαι
τον κύκλο κάνω του κόσμου και πάλι ξανάρχομαι.
Κι όταν στέκομαι επάνω στα κάστρα,
όπου μια έπαλξη ανεβαίνει κάποτε τόσο ψηλά απ’ τις άλλες
και κρύβει τον ήλιο
σκοτεινιάζει ο χρόνος και βλέπω
τι θ’ απογίνουν οι κέδροι,
τι χαρά αποκάλυψης περιμένει το μεσημέρι
το μικρό μυστικό της αγάπης που στη ρίζα τους έθαψα.
⊂Ο⊃
EN LA TIERRA DEL CIELO
Mi esperanza, lejos como las alas del halcón,
y la sombra de mi corazón, salvaje,
está trazada en la tierra del cielo.
Durante mucho tiempo me estoy moviendo,
doy la vuelta al mundo y vengo otra vez.
Y, cuando me detengo sobre las fortalezas,
en donde una almena asciende a veces por encima de las demás
y oculta el sol,
el tiempo se oscurece y veo
en qué se volverán los cedros,
qué alegría de descubrimiento espera al mediodía
el pequeño secreto del amor que enterré en sus raíces.
ΤΑΡΑΧΟΠΟΙΟ ΠΝΕΥΜΑ
Η καταιγίδα παίρνει πάντα μαζί της ένα μέρος της ύπαρξής σου.
Το ταραχοποιό σου πνεύμα εμποτίζει το σύννεφο
και ξεσπά σε κάποια άλλη γη,
υπνωτίζοντας νοτερά τα φτερά των πουλιών,
δημιουργώντας σταλαγματιές πάνω σε νεόφυτα δέντρα,
κρύσταλλα στον τροχό του υαλουργού που λάμπουν.
Και περνάς άπιαστη πάνω από σύνορα
και οι λέξεις μου μάταια στήνουν ενέδρα για να σε συλλάβουν.
Ίσως σε κάποιο μοναχικό σπιτάκι στην άκρη του νου
να συναντηθούν οι έννοιες που δίνουμε στα πράγματα,
να συμφωνήσουμε τι είναι φως και τι μη φως
και τι το αστραφτερό σκοτάδι ανάμεσά τους.
⊂Ο⊃
ESPÍRITU PERTURBADOR
La tormenta siempre lleva consigo una parte de tu existencia.
Tu espíritu perturbador empapa la nube
y estalla en otra tierra cualquiera,
hipnotizando las húmedas alas de las aves,
creando gotas sobre neófitos árboles,
cristales resplandecientes en la rueda del vidriero.
Y pasas, inasible, por encima de las fronteras
y mis palabras en vano levantan emboscada para agarrarte.
Quizás en alguna casa solitaria en el extremo de la mente
se encuentren los conceptos que damos a las cosas,
quizás coincidamos en pensar qué es luz y qué no es luz
y qué la reluciente oscuridad que hay entre nosotros.
Η ΦΥΓΗ
«Μη φεύγετε!»
Σας φώναζα την ώρα
που στο δίχτυ του ωκεανού πιασμένος
τρέμει υγρός ο αλιαετός του Σείριου.
Στάζουν οι Υάδες μελάνι βροχής
στον αρχέγονο κώδικα της νύχτας.
Μη φεύγετε!
Η ψυχή μου ακόμη δεν άναψε την ηχώ της
στις πρωινές φρυκτωρίες των βουνών
και το πνεύμα μου
δεν έδεσε το τέρας της μνήμης
στο κατάρτι του λυκαυγούς.
Μα εσείς φεύγατε.
Στα έγκατα του κέδρου πίσω απ’ αρώματα κρυμμένες,
θυμίαμα στο άγιο της ελάτου κοντάκιο,
στην παλάμη του Θεού κλωστή
που την παίρνει η αγέλη των άστρων
και κεντά
ακτινοβόλα την έλικα του γαλαξία.
Πρώτες ελπίδες, οράσεις αστραπής,
μ’ εγκαταλείψατε·
τώρα που ωρίμασα
κι η καρδιά μου δεν αντέχει
το διάφανο βάρος του κεραυνού
στο παλάτι της.
⊂Ο⊃
LA HUIDA
«¡No huyáis!»
os grité en el instante
en que atrapada en la red del océano
tiembla, húmeda, el águila marina de Sirio.
Gotean las Hiades tinta de lluvia
en el códice primitivo de la noche.
«¡No huyáis!»
Mi alma no encendió aún su estruendo
en las mañaneras señales luminosas de las montañas
y mi espíritu
no ató al monstruo del recuerdo
al mástil de la alborada.
Pero vosotros os fuisteis.
Escondidas en las profundidades del cedro tras los aromas,
incienso en el santo kontakio del abeto,
hilo en la palma de la mano de Dios
cogido el rebaño de las estrellas
y borda
radiantemente la hélice de la Vía Láctea.
Primeras esperanzas, visiones del relámpago,
me habéis abandonado;
ahora, cuando he madurado,
y mi corazón no resiste
el peso diáfano del rayo
en su palacio.
ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φως κοιτάζει ένα άλλο φως;
Ποιες νότες ανταλλάσσονται από διόδους μυστικές
σαν τη χορδή που κιθαρίζει τη μουσική του χρόνου;
Κάποτε μεγαλώνεις κι αναζητάς τα δευτερόλεπτα που ξόδεψες
χωρίς να αγοράσεις κάτι απ’ την πραμάτεια των ονείρων σου.
Κι όμως ήταν εκεί, απλωμένη σαν ερωμένη που δίνεται ολάκερη,
αλλά εσύ διαλέγεις πάντα κάτι το λιγότερο,
το μισοφέγγαρο, αντί για την πανσέληνο,
το ένα χρώμα, αντί για όλο το ουράνιο τόξο.
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φεγγάρι συναντά ένα άλλο;
Ποιοι θρύλοι να ξυπνούν σαν ξεκινάει να χτυπά η καρδιά της νύχτας;
Οι δράκοι κάποτε γερνούν κι εξημερώνονται
κι εσύ ακόμη αναζητάς το κάστρο
που δεν εκπόρθησε ποτέ ο δισταγμός κι η αναβλητικότητά σου.
Κι όμως η πύλη του ήταν ανοιχτή,
κόρη ενός ματιού που διαστέλλεται ολάκερο
για να δεχτεί το αγαπημένο σχήμα εντός του.
Αλλά εσύ διαλέγεις πάντα το μισόκλειστο παράθυρο,
τη χαραμάδα αντί για τη βαθιά ρωγμή,
το σχίσιμο στο πέπλο αντί για το γυμνό κορμί του αγάλματος.
Τι να συμβαίνει, όταν ένα φως δεν αντέχει να κοιτάζει ένα άλλο φως;
Όταν ένα βλέμμα σβήνει για να μην δει το άλλο;
Όταν το πεντάγραμμο αδειάζει από τις νότες του,
όλη αυτή η χαμένη μουσική πού να πηγαίνει;
⊂Ο⊃
LUNA LLENA
¿Qué sucede cuando una luz mira a otra luz?
¿Qué notas se intercambian por vías secretas
como la cuerda que guitarrea la música del tiempo?
A veces creces y buscas los segundos que gastaste
sin comprar nada de la mercancía de tus sueños.
Y, sin embargo, estaba allí, tendida como amante que se da por completo,
pero tú eliges siempre lo más pequeño,
lo medio luminoso, en vez de la luna llena,
un color, en vez de todo el arcoíris.
¿Qué sucede cuando una luna se encuentra con otra?
¿Qué leyendas se despiertan cuando comienza a latir el corazón de la noche?
Los dragones a veces envejecen y se amansan
y tú buscas incluso la fortaleza que jamás saquearon tu duda y tu procrastinación.
Y, sin embargo, su puerta estaba abierta,
pupila de un ojo que se dilata por completo
para aceptar la forma amada en su interior.
Pero tú eliges siempre la ventana medio cerrada,
la hendidura en vez de la grieta profunda,
el rasgón en el velo en vez del cuerpo desnudo de la estatua.
¿Qué sucede cuando una luz no resiste mirar a otra luz?
¿Qué sucede cuando una mirada se desvanece para no ver a la otra?
Cuando el pentagrama se vacía de sus notas,
¿a dónde va toda esa música perdida?
ΣΤΟΝ ΘΟΛΟ ΤΟΥΣ
Προς τη νύχτα το χέρι σου απλώνεις.
Με των δαχτύλων την άκρη ένα-ένα
μετακινείς στο θόλο τους τ’ άστρα,
αναδιατάσσοντας αρχαίους χάρτες,
παραπλανώντας αστρολάβους
και μάτια που ζητούν να βρουν
ένα νόημα κρυμμένο στο φως της αβύσσου.
Κι εγώ, ες αεί δεμένος στο πλάι σου,
αναρωτιέμαι όπως πάντα εντός μου
ποιον απ’ όλους τους ήλιους
θα διαλέξεις ν’ αφαιρέσεις απόψε
απ’ τον ουρανό.
⊂Ο⊃
EN SU BÓVEDA
A la noche extiendes tu mano.
Con la punta de los dedos, uno a uno,
trasladas las estrellas en su bóveda,
reordenando mapas antiguos
engañando astrolabios
y ojos que ansían encontrar
un sentido oculto en la luz del abismo.
Y yo, atado por siempre a tu lado,
me pregunto a mí mismo como siempre
a cuál de todos los soles
elegirás para quitarlo esta noche
del cielo.
ΣΕΠΤΟ ΤΟΠΙΟ
Σεπτό τοπίο γεμάτο στίγματα δέντρων απογυμνωμένων.
Τα συναισθήματα, σκόρπια στο έδαφος φύλλα.
Το κρύο σκεβρώνει τις λέξεις.
Ο χειμώνας ακόμη διυλίζει το αίμα μου.
Ο ήλιος μόλις που προλαβαίνει
να ματώσει μια τροχιά στον ουρανό
πριν υποκύψει στο βάρος του.
Το μάτι μου, όμως, αρκείται σ’ αυτό το λίγο και έλκεται.
Η καμπύλη της ζωής μου μια παραβολή ανοιχτή προς το φως.
⊂Ο⊃
VENERABLE LUGAR
Venerable lugar lleno de estigmas de árboles desnudos.
Las sensaciones, hojas esparcidas en el suelo.
El frío ladea las palabras.
El invierno filtra aún mi sangre.
El sol apenas alcanza
a ensangrentar una órbita en el cielo
antes de ceder a su peso.
Mi ojo, sin embargo, se basta con poco y se deja llevar.
La curva de mi vida, una parábola abierta a la luz.
ΕΙΚΟΣΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ
Η αγάπη είναι το κύμα όπου συναντιούνται δυο πουλιά,
αφού γυρίσανε όλο τον κόσμο αναζητώντας το ένα τ’ άλλο.
Η αγάπη είναι το αγνοημένο φύλλο
που γλίστρησε μέσα σου σε καλοκαιρινή βροχή και δεν το πρόσεξες.
Η αγάπη είναι το βουνό που υψώνεται,
για να ακούσει τη φωνή της αστραπής σου καθάρια σαν γεννιέται.
Η αγάπη είναι το σπήλαιο που κατεβαίνει ως την καρδιά σου,
για να βρει το μέταλλο που αγνοείς πως έχεις θησαυρίσει μέσα σου.
Η αγάπη είναι δυο δρόμοι που ενώνονται στη γη,
έχοντας ξεκινήσει από τα σύννεφα ή τα τάρταρα.
Η αγάπη είναι το δίχτυ που εγκλωβίζει στα σκοινιά του δυο ζωές,
μα τους παραχωρεί απέραντο τον χώρο του έρωτα.
Η αγάπη είναι η λάμψη που εγκυμονεί η νύχτα,
όταν σκορπά το αίμα του γαλαξία στα σκοτεινά σκεπάσματά της.
Η αγάπη είναι το νησί που αναδύεται,
κάθε φορά που υποχωρεί η άμπωτη της μοναξιάς.
Η αγάπη είναι το ρήγμα στο φλοιό της ύπαρξής σου,
ο μόνος σεισμός που λαχταράς να σε καταποντίσει.
Η αγάπη είναι ο λαχνός που αμφισβητεί όλες τις πιθανότητες,
γιατί στον διάλεξε η μοίρα πριν από την αρχή του χρόνου.
Η αγάπη είναι το μοναχικό κερί που τρεμοσβήνει στο τραπέζι σου
και στον καπνό του βλέπεις να σε κοιτά η μορφή που τρυφερά τη συλλογίζεσαι.
Η αγάπη είναι ο διάδρομος που ξεκινά από το πουθενά
και καταλήγει απροσδόκητα στην πόρτα του δωματίου σου.
Η αγάπη είναι το ακριβό ποτήρι που ίσως έσπασε,
μα το φυλάς ανάμεσα στ’ ασημικά των αναμνήσεών σου.
Η αγάπη είναι το ιχνογράφημα επάνω στα σεντόνια
από τη θέρμη σώματος που φλόγισες με τη λαχτάρα σου.
Η αγάπη είναι η στάλα που επιμένει να διαβρώνει το ταβάνι σου,
ακόμη κι όταν προσπαθείς να κλείσεις όλες τις διόδους στη βροχή.
Η αγάπη είναι η αράχνη που με πείσμα ξαναφτιάχνει τον ιστό της,
κάθε φορά που με μανία τον χαλάς στη γωνιά του δωματίου σου.
Η αγάπη είναι το βιβλίο που παράτησες στη μέση,
μα οι σελίδες του συνεχίζουν να γυρνούν σαν δεν κοιτάς.
Η αγάπη είναι το ρολόι που θέλεις να αγνοείς και το άφησες ξεκούρδιστο,
κι εκείνο όλο και γρηγορότερα χτυπά συντονισμένο σε μυστικούς παλμούς.
Η αγάπη είναι τα ρούχα τα ακατάστατα που δοκιμάζεις
για μια συνάντηση, που κι αν δεν γίνει, για σένα έχει ήδη εκπληρωθεί.
Η αγάπη είναι ο τρόπος που κοιτάς τα πράγματα, στο δωμάτιο ή στον κόσμο,
η απάντησή σου στο ερώτημα που αγνοείς ότι σου έχει υποβληθεί.
⊂Ο⊃
VEINTE DEFINICIONES PARA EL AMOR
El cariño es la ola en la que se encuentran dos aves,
puesto que recorrieron todo el mundo buscándose la una a la otra.
El cariño es la hoja desconocida
que se deslizó dentro de ti en una lluvia veraniega sin darte cuenta.
El cariño es la montaña que se eleva
para escuchar limpiamente la voz de tu relámpago cuando nace.
El cariño es la cueva que desciende hasta tu corazón
para encontrar el metal que no sabes que has atesorado en ti.
El cariño es dos caminos que se unen en la tierra,
tras haber partido de las nubes o del tártaro.
El cariño es la red que enreda entre sus cuerdas dos vidas
pero las abandona en el terreno infinito del amor.
El cariño es el resplandor que lleva en su seno la noche
cuando esparce la sangre de la vía láctea en sus cubiertas oscuras.
El cariño es la isla que emerge
cada vez que retrocede la marea de la soledad.
El cariño es la rotura en la corteza de tu existencia,
el único seísmo que deseas que te haga naufragar.
El cariño es la suerte que pone en duda todas las posibilidades,
porque te lo eligió el destino antes del principio del tiempo.
El cariño es la vela solitaria que se apaga con temblores en tu mesa
y en su humo ves que te mira la figura en la que tiernamente piensas.
El cariño es el corredor que parte de ningún sitio
y acaba inesperadamente en la puerta de tu habitación.
El cariño es el vaso caro que quizás se rompió
pero lo guardas en la vajilla de plata de tus recuerdos.
El cariño es el boceto sobre las sábanas
del calor del cuerpo que incendiaste con tu deseo.
El cariño es la gota que insiste en taladrar tu techo,
incluso cuando intentas cerrar todos los pasos a la lluvia.
El cariño es la araña que con obstinación vuelve a hacer su tela
cada vez que con locura la arrancas del rincón de tu cuarto.
El cariño es el libro que dejaste en el centro
pero sus páginas continúan pasando cuando no miras.
El cariño es el reloj que quieres ignorar y lo dejas sin cuerda
pero golpea cada vez más rápidamente sintonizado con latidos secretos.
El cariño es la ropa desordenada que te pruebas
para una cita que, si no se da, ya se ha realizado para ti.
El cariño es la forma de mirar las cosas, en la habitación o en el mundo,
tu respuesta a la pregunta que ignoras que te han hecho.
Η ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ
Επιτέλους έπεσες από τον ουρανό
η αναμενομένη και η μορφή σου
διάττων άγγελος, το ένδυμά σου
η σάρκα του προαιώνιου πόνου.
Σε τράβηξε ο ερμητικός σαν αίνιγμα γρανίτης των βουνών,
η ανυπομονησία του χρόνου καθώς γυρίζει φίδι μέσα στην κλεψύδρα του,
το φύλλο της πλατάνου, στοχασμός μιας αρμονίας
που διασχίζει τα νερά γαλάζιας άνοιξης.
Ο κόσμος ένα κάτοπτρο οπού ’δες τη μορφή σου
κι είπες:
«Πιο ωραία από μένα είναι μονάχα
η μελωδική φωνή του θανάτου,
καθώς διαβάζει το ποίημα της ζωής».
Πέταξαν σπίθες από έρωτα οι αστραπές
και η βοή τους διέσχισε της σιωπής το ρεύμα,
μάτωσε το σέλας που φωτίζει ερειπωμένα χωριά
και εγκαταλειμμένες ζωές ανθρώπων.
Κι εγκαταστάθηκες πια εδώ, κοντά μου,
αστροφώτιστη σάρκα των ονείρων,
ευμετάβλητη σαν φλεγόμενη σκέψη της άμμου,
στερεή σαν πλευρές νοήματος
που χαράχτηκαν μια για πάντα απαστράπτουσες
επάνω στο διαμάντι του πόθου.
⊂Ο⊃
LA ESPERADA
Caíste finalmente del cielo,
esperada, y tu figura,
ángel fugaz, tu vestido
la carne del dolor ancestral.
Te arrastró el hermético, como enigma, granito de las montañas,
la impaciencia del tiempo mientras gira como una serpiente en su clepsidra,
la hoja del plátano de sombra, pensamiento de una armonía
que escinde las aguas de la primavera azul.
El mundo, un espejo en el que viste tu figura
y dijiste:
“Sólo es más hermosa que yo
la melódica voz de la muerte,
cuando atraviesa el poema de la vida”.
Los relámpagos hicieron volar chispas de amor
y su clamor escindió la corriente del silencio,
ensangrentó el fulgor que ilumina aldeas en ruinas
y abandonadas vidas de hombres.
Y te estableciste al fin aquí, a mi lado,
carne luminosa de los sueños,
cambiante como ardiente pensamiento de la arena,
firme como lados del sentido
que, brillantes, quedaron grabados de una vez para siempre
sobre el diamante del deseo.
Η ΣΤΕΓΗ ΤΩΝ ΑΤΡΕΙΔΩΝ
Σε μια στέγη κυριευμένη απ’ το ρυθμό του χρόνου
για καιρό κατοικεί το άγρυπνο βλέμμα μου.
Αμέτρητες φορές εκτυφλωτική την οκτάβα του ήλιου
ανάμεσα σε νέφη μελωδίας αντίκρισα
και σελήνης αμετάφραστη γλωσσολαλιά
στο ψιθύρισμα του σκότους διέκρινα.
Τον εσμό των στιγμών που φεύγουνε φωτεινές
και χάνονται μέσα στο δάσος
τον θαύμασα στα πυρωμένα μάτια των λύκων σαν άστρα.
Αν και πολλές φορές υποπτεύθηκα πως τίποτε,
ούτε το σκισμένο με κύματα χειρόγραφο της θάλασσας,
ούτε το ρεύμα που σπρώχνει τη μοίρα να βρει μιαν ακτή
θα φέρει πίσω στο Άργος τον άνακτα.
Δεν είναι μόνο ένα Αιγαίο που χωρίζει τις ηπείρους,
δεν αρκεί ένα διάτρητος τάπητας νησιών να γεφυρώσει αποστάσεις
όσων έχουνε φύγει κι έχουν αφήσει πίσω τους
κειμήλιο ξεχασμένο στο σεντούκι της λησμονιάς
τη ζωή τους.
⊂Ο⊃
LA VIVIENDA DE LOS ATRIDAS
En una vivienda dominada por el ritmo del tiempo
vive desde antiguo mi mirada vigilante.
Innumerables veces vi de frente la cegadora octava del sol
entre nubes de melodía
y distinguí el intraducible don de lenguas de la luna
en el murmullo de la oscuridad.
Admiré la multitud de instantes luminosos que se van
y se pierden por el bosque
en los ojos ardientes de los lobos como estrellas.
Aunque muchas veces sospeché que nada,
ni el manuscrito del mar rasgado de olas
ni la corriente que empuja el destino a encontrar una playa
devolverá el rey a Argos.
No es sólo un Egeo lo que divide los continentes,
no basta una alfombra perforada de islas para puentear las distancias
de cuantos se han marchado y han dejado tras ellos
un tesoro abandonado en el cofre del olvido,
sus vidas.
Η ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΗ – ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΧΗ
Επιτέλους έπεσες από τον ουρανό η αναμενομένη
και το βλέμμα σου μακρινό αγριολούλουδο,
κομμένη φλέβα της απεραντοσύνης.
Σε τράβηξε ο στιλπνός γρανίτης των βουνών,
η φωνή των κυμάτων που αντικρίζουν επιτέλους την ακτή κι αγαλλιούν,
ο πλάτανος με το αφημένο δοξάρι του ανέμου επάνω του.
Ο κόσμος ένα κάτοπτρο οπού ‘δες τη μορφή σου κι είπες:
«Πιο ωραίο από μένα είναι μόνο το δάκρυ του θανάτου,
καθώς θρηνεί την αθωότητα που ο ίδιος σκότωσε».
Ταράχτηκαν τα κρυμμένα άστρα στο βυθό
κι η λάμψη τους εμβόλισε το χρόνο,
μάτωσε το σέλας της μνήμης που φωτίζει λησμονημένα βάθη
και ποντισμένες μέσα σου ανθρώπινες ζωές.
Κι εγκαταστάθηκες πια εδώ, ανάμεσα μας,
ρόδο φωτιάς που άνθισε κάποτε στον ουρανό
και έπεσε στην σκοτεινή αυλή απρόσμενα,
το τελευταίο βράδυ της αιωνιότητας,
πριν ξεκινήσει να μετρά απ’ την αρχή,
ο έσχατος χρησμός που δεν είναι ποτέ να εκπληρωθεί.
⊂Ο⊃
LA ESPERADA – SEGUNDA ACEPCIÓN
Al fin, esperada, caíste del cielo y tu mirada,
lejana flor silvestre,
vena cortada de la infinitud.
Te atrajo el reluciente granito de los montes,
la voz de las olas que miran al fin
la costa y se regocijan,
el plátano de sombra con el arco abandonado
del viento sobre él.
El mundo, un espejo en el que viste tu figura y dijiste:
«Sólo es más hermosa que yo la lágrima de la muerte, cuando lamenta la inocencia que ella misma mató».
Los astros ocultos se agitaron en el fondo,
y sus resplandores injertaron el tiempo,
se ensangrentó el fulgor de la memoria
que ilumina profundidades olvidadas
y vidas humanas hundidas dentro de ti.
Y ya te instalaste aquí, entre nosotros,
rosa de fuego que floreció un día en el cielo
y cayó inesperadamente en el patio oscuro,
la última tarde de la eternidad,
antes de ponerse a medir, desde el principio,
el último oráculo que nunca ha de cumplirse.
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ
Τι χαρωπά σαν δύει στην παραλία ο ήλιος
πάνω από κεφαλές που περπατούν στα δυο τους πόδια,
πότε τραβώντας με βία τετράποδα οικιακά,
πότε μικρά αντίτυπα που ελπίζεται
πως θ’ αντικαταστήσουνε μια μέρα τους γεννήτορες
με άλλα αντίτυπα.
Και ούτω καθεξής έως δυσμών του χρόνου.
Τι θαυμαστή που είναι αυτήν την ώρα η παραλία.
Πλήρως αναπλασμένη από τους καλλιτέχνες μας,
κεκοσμημένη με επαίνους απ’ τους ποιητές μας,
ντόπιους κι επήλυδες,
αρχιτεκτονικά κι εικαστικά ευφυής, μοντέρνα,
το όραμα της πόλης για τον εαυτό της,
ο καγχασμός που κυριεύει την ασχήμια
όταν χρειάζεται να εμπνευστεί την ομορφιά.
Τι εύτακτα που βαδίζουμε όλοι εδώ εν πορεία.
Χαράζοντας το ίδιο μονοπάτι πλάι στο ταλάντεμα του ανθρώπινου αφρού
πώς καταλήγουμε καθείς σ’ άλλο σημείο!
Καθένας πιάνει και μια άλλη θέση στης ζωής το μέγα μήκος,
λίγο παράλιο τόπο στου διπλανού το στοχασμό.
Απόψε -όπως πάντα- ελπίζεται πως επιτέλους
όλα θα αποκτήσουν νόημα
όταν σκοτεινιάσει
και οι σκιές μας πάρουνε δικαιωματικά τις θέσεις μας,
αμίλητες, ακίνητες, βουβές
πλάι στη θάλασσα, την βαθιά και την ήρεμη,
τη θάλασσα την πλατιά και μεγάλη.
⊂Ο⊃
EN LA PLAYA
Qué alegría cuando el sol se pone en la playa
sobre cabezas que andan sobre sus dos piernas,
unas veces tirando con fuerza de cuadrúpedos domésticos,
otras, pequeños ejemplares que se espera
que reemplacen un día a los progenitores
con otras copias.
Y así sucesivamente hasta el fin de los tiempos.
Qué admirable es la playa en ese instante.
Remodelada completamente por nuestros artistas,
adornada con alabanzas por nuestros poetas,
lugareños y extranjeros,
ingeniosa arquitectónica y artísticamente, moderna,
la visión de la ciudad sobre sí misma,
la burla que domina la fealdad
cuando se necesita que la belleza se inspire.
Qué ordenados caminamos todos aquí en marcha.
Rayando el mismo sendero junto a la oscilación de la espuma humana
¡cómo concluimos cada uno en otro punto!
Cada cual coge un sitio distinto en la gran longitud de la vida,
un pequeño lugar playero en el pensamiento del prójimo.
Esta noche -como siempre- se espera que al fin
todo tenga sentido
cuando anochezca
y nuestras sombras cojan por derecho nuestros sitios,
silenciosas, inmóviles, mudas
junto al mar, profundo y tranquilo,
el mar ancho y grande.
* * *
NOTA BIOGRÁFICA
Stavros Guirguenis nació en 1972. Trabaja y vive en Tesalónica. Es doctor en Filología Griega Antigua por la Universidad Aristotélica de Tesalónica. Desde 1998 hasta hoy, ha traducido 15 volúmenes de antiguos escritores griegos en las editoriales Zitros y Exandas. Entre sus traducciones sobresale especialmente el volumen comentado del Evangelio apócrifo de Tomás (Ed. Zitros, 2006). Ha editado cuatro libros de poemas: La Esperada (Ed. Vuné, 2012), Mágadis. Fuga (Ed. Romi, 2017), Sobre los sueños (Ed. Romi, 2018) y En el centro del ojo. Demonios humanos (Ed. Romi, 2018). Edita la revista cuatrimestral de ensayo y literatura Nóima y es miembro activo del equipo de redacción de la revista Erato-Ars Poetica. Sus poemas, traducciones y artículos han sido editados en revistas impresas y electrónicas. Se dedica en asiduidad a la traducción al griego de poesía extranjera. Ha publicado libros de poemas del mejicano Homero Aridjis y del fantástico escritor americano Clark Ashton Smith, y además un tomo de poemas del pueblo Tamil (kurunthokai). Ha colaborado significativamente en libros colectivos de poesía traducida. Tiene preparado para la edición un tomo sobre la poetisa americana Nora May French (1881-1907) y otro sobre el poeta americano David Patrick Barnitz (1878-1901).
⊂Ο⊃
Ο Σταύρος Γκιργκένης γεννήθηκε το 1972. Ζει και ερ¬γάζεται στη Θεσ¬σαλονίκη. Είναι διδάκτορας φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από το 1998 έχει μετα¬φράσει 15 υπομνηματισμένους τόμους έργων της αρχαίας γραμμα¬τείας στις εκδόσεις Ζήτρος και Εξάντας. Εκδίδει με συνερ¬γάτες το δοκιμιακό-λογοτεχνικό περιοδικό Νόημα και είναι ενεργό μέλος στη συντακτική επιτροπή του περιοδικού Ερατώ-Ars Poetica. Ποιήματα, μεταφράσεις και άρθρα του έχουν εκδοθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Εξέδωσε τέσσερις ποιητικές συλλογές: Η Αναμενομένη (Εκδ. Βουνέ, 2012), Μάγαδις. Φούγκα (Εκδ. Ρώμη, 2017), Περί ονείρων (Εκδ. Ρώμη, 2018), Στου ματιού το κέντρο. Ανθρώπινα δαιμόνια (Εκδ. Ρώμη, 2018). Μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα ποι¬ή¬ματα του Μεξικανού ποιητή Homero Aridjis (Εκδ. Ρώμη, 2018), ερωτικά ποιήματα των Ταμίλ (Εκδ. Ρώμη, 2018) και ποιήματα του Αμερικανού συγ-γραφέα του φανταστικού Clark Ashton Smith (Εκδ. Ρώμη, 2018). Είναι έτοιμοι προς έκδοση δύο τόμοι ποιημάτων των Αμερικανών ποιητών Nora May French (1881-1907) και David Patrick Barnitz (1878-1901).
⊂Ο⊃
Las Ilustraciones que acompañan los poemas son de la artista bogotana Ibon Herrera. Licenciada en Artes Plásticas y Visuales de la Universidad Santo Tomás. participó en el Open San Felipe 2019. Su obra Me movió el piso fue expuesta en el Museo de Arte Contemporáneo de Bogotá entre septiembre y noviembre de 2019. A expuesto en Latin Art Gallery, Praga – República Checa en 2018 y en Casa Principal, Veracruz – México en 2011, en el Centro Colombo Americano de Bucaramanga en 2013, en el Museo de Arte Universidad del Magdalena en 2013 y 2016, en la Biblioteca José Fernández de Madrid de la Universidad de Cartagena y en Luvina la esquina cultural ambas en 2017. Actualmente dirige y desarrolla un proyecto de formación con estudiantes de secundaria llamado Manos al arte. Les invitamos a visitar su WEB.
⊂Ο⊃