Foto │©Alexánder Urzola
Traducción: Ana Stergiou
(Μετάφραση: Άννα Στεργίου)
⊂Ο⊃
ESCENA DE MARBELLA
Α Juan Marchena,
Cartagenero
del otro lado
del mar
Junto a las piedras está Dios bocarriba
Los pescadores en fila tiraron largamente de la red
Y ahora yace allí con sus ojos blancos mirando al cielo
Parece un bañista definitivamente distraído
Parece un gran pez gordo de cola muy grande
Pero es solo Dios
hinchado y con escamas impuras
¿Cuánto tiempo habrá rodado sobre las aguas?
Los curiosos observan la pesca monstruosa
Algunos separan una porción y la llevan
para sus casas
Otros se preguntan si será conveniente
comer de un alimento que ha estado tanto tiempo
expuesto a la intemperie
ΣΚΗΝΗ ΑΠ’ ΤΗΜΑΡΜΠΕΓΙΑ
Στο Χουάν Μαρτσένα,
απ’ την Καρταχένα
της άλλης πλευράς του ωκεανού
Δίπλα στις πέτρες βρίσκεται ο Θεός ανάσκελα
Οι ψαράδες στη σειρά έριξαν μακριά τα δίχτυα
Και τώρα κείτεται εκεί με τα λευκά του μάτια θωρώντας τον ουρανό
Μοιάζει με έναν λουόμενο εντελώς αφηρημένο
Μοιάζει με ένα μεγάλο χοντρό ψάρι με μεγάλη ουρά
Αλλά είναι απλά ένας Θεός
πρησμένος και με βρώμικα λέπια
Πόσες φορές θα έχει τσαλαβουτήσει σ’ αυτά τα νερά;
Οι περίεργοι παρατηρούν το τερατώδες ψάρι
Κάποιοι κόβουν ένα κομμάτι για να το πάρουν
σπίτι τους
Άλλοι αναρωτιούνται αν είναι σωστό
να φάνε μια τροφή που ήταν τόσο καιρό
εκτεθειμένηστηνύπαιθρο
CONSEJO
Elegir con cuidado un punto del aire
Cubrirlo con el cuenco de ambas manos
Arrullarlo
Irlo puliendo en su silencio
Piensa en Dios cuando construyó
su primer caracol o su primer huevo
Acerca el oído para oír como late
Agítalo para ver si responde
Si no puedes con la curiosidad
haz un huequito para mirar adentro
Nada verás. Nada escucharás
Has construido un buen vacío
Ponlo ahora sobre tu corazón y aguarda
confiado el paso de los años
ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Επίλεξε προσεκτικά ένα σημείο στον ορίζοντα
Κάλυψέ το και με τις δυο παλάμες σου
Νανούρισέ το
Λείανέ το στη σιωπή του
Σκέψου το Θεό όταν δημιούργησε
το πρώτο του σαλιγκάρι ή το πρώτο του αυγό
Σίμωσε το αυτί σου για ν’ ακούσεις πώς πάλλεται
Ανακίνησέ το για να δεις αν αποκρίνεται
Αν δεν αντέχεις την περιέργεια
κάνε μια τρυπούλα για να κοιτάξεις μέσα
Τίποτα δε θα δεις. Τίποτα δε θα ακούσεις
Έχεις δημιουργήσει ένα καλό κενό
Ακούμπησέ το τώρα στην καρδιά σου και περίμενε
με εμπιστοσύνη το πέρασμα των χρόνων
MANTARRAYA
Por algún divertido arreglo
los dos muchachos han dividido en dos la mantarraya
como si fuera una hoja de papel
y ahora cada uno lleva su parte colgando de la mano
Ya nada queda de la gracia que el animal
exhibe en los acuarios
Ondeando, sumergiéndose, elevándose en el agua
todo su cuerpo como dos extrañas alas
Mientras la ofrecen a lo largo de la playa los dos muchachos
aseguran que con ella se prepara un excelente
y vigorizante cocido
Las dos partes siguen vivas
A veces una de ellas levemente se estremece y aletea
como si una parte reclamara la otra
O como si conservara alguna oscura memoria de su vuelo
ΣΑΛΑΧΙ
Ύστερα από μια αστεία συμφωνία
τα δυο παιδιά έκοψαν στη μέση το σαλάχι
λες κι ήταν ένα φύλλο χαρτί
και τώρα ο κάθε ένας κρατά στο χέρι το κομμάτι του
Πια τίποτα δε μένει απ’ τη χάρη αυτού του ψαριού
όταν εκτίθεται στα ενυδρεία
Πλέοντας, βουτώντας, αναδυόμενο στα νερά
με όλο το σώμα του σαν δυο παράξενα φτερά
Καθώς το προσφέρουν κατά μήκος της παραλίας τα δυο παιδιά
διαβεβαιώνουν ότι με αυτό θα γίνει ένα εξαίρετο
και δυναμωτικό φαγητό
Τα δυο κομμάτια έχουν ακόμα ζωή
Κάποιες στιγμές ένα απ’ αυτά σπαρταρά και πεταρίζει
λες και διεκδικεί το ένα κομμάτι το άλλο
Ή λες και διατηρεί κάποια σκοτεινή ανάμνηση από τη πτήση του
⊂Ο⊃
COTIDIANA
La hermana pasa lentamente la escoba sobre el pequeño tumulto
de las hormigas
y no cesa de asombrarse de lo rápidas que acudieron
al saltamontes inesperadamente caído del techo
Parece que supieran —dice
Cuánta minúscula y moviente voracidad sobre el cuerpo muerto
Cuánto vértigo de pinzas trincando, desgarrando, cargando
victoriosamente el animalejo
—Algo las llama —insiste sabiamente la hermana
Yo nada digo
Yo aparto los pies y dejo barrer
mientras miro la desorientación de las hormigas
que ahora no parecen saber tanto
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ
Η αδερφή περνάει αργά τη σκούπα πάνω απ’ το πλήθος
των μυρμηγκιών
και δεν παύει να εκπλήσσεται απ’ τη γρηγοράδα με την οποία τρέχουν
πάνω στην ακρίδα που απροσδόκητα έπεσε απότη στέγη
Φαίνεται σαν να ήξεραν-λέει
Τι λιλιπούτεια και πυρετώδης αδηφαγία πάνω στο νεκρό σώμα
Τι ίλιγγος από δαγκάνες που ξεσκίζουν, τεμαχίζουνκαι φορτώνουν
θριαμβευτικάτο ζωύφιο
—Κάτι τα καλεί— επιμένει σοφά η αδερφή
Εγώ δε λέω τίποτα
Εγώ τραβάω τα πόδια και την αφήνω να σκουπίζει
καθώς κοιτάζω τον αποπροσανατολισμό των μυρμηγκιών
που τώρα δε φαίνεται να ξέρουν και τόσο
UN PACO-PACO
El paco-paco canta con las patas traseras
Recuerdo un paco-paco que alegró la noche a todos
los niños de la cuadra porque confundimos su canto con los crótalos
de una cascabel
Con palos y mochas la buscamos entre los matojos
hasta que descubrimos el engaño
En realidad
Él ya nos había descubierto antes con sus grandes ojos
de mirar el mundo
sin entender nuestra alharaca, y entonando el más perfecto
de los silencios
que alguna vez hubiéramos escuchado
Pero este paco-paco que ahora miro sobre la ramita
del matarratón
ha perdido una pata. Su ambigua pata para el salto
para el canto
Es curioso que la voz de un animal esté en sus patas
Miro al animalito tratar en vano de frotar la una
con la no-otra pata
y me es inevitable evocar el conocido epigrama zen
que enigmáticamente se pregunta: ¿Cómo es el sonido de una sola mano que aplaude?
¿Existe, acaso, ese sonido?
Y tú, Bustos, tratas también de frotar, de desplegar tus dos patas traseras, tu ala única
y entonces escuchas (o imaginas o crees o quieres escuchar)
ese otro insondable sonido que te responde
desde qué matojo
desde qué inescrutable esquina del paisaje, desde qué
silencio
ΕΝΑΣ ΓΡΥΛΟΣ
Ο γρύλος τραγουδάει με τα πίσω πόδια
Θυμάμαι ένα γρύλο μια βραδιά που χαροποίησε όλα
τα παιδιά της γειτονιάς γιατί μπερδέψαμε το τραγούδι του με τους ήχους
ενός κροταλία
Με ραβδιά και καυγαδίζοντας τον ψάχναμε μες στα χαμόκλαδα
ώσπου ανακαλύψαμε τηνπαραπλάνηση
Στην πραγματικότητα
Αυτός μας είχε ήδη ανακαλύψει από πριν με τα μεγάλα του μάτια
που κοιτάζουν τον κόσμο
χωρίς να αντιληφθεί τον ντόρο μας, και τραγουδώντας την πιο τέλεια
σιωπή
που είχαμε ακούσει ποτέ
Αλλά αυτός ο γρύλος που τώρα βλέπω πάνω στο κλαδάκι
του πεύκου
έχει χάσει ένα πόδι. Το άλλο του πόδι σταματά να χοροπηδά
σταματά να τραγουδά
Είναι περίεργο που η φωνή ενός ζώου βρίσκεται στα πόδια του
Βλέπω το ζωάκι που προσπαθεί μάταια να τρίψει το ένα
με το άλλο μη-πόδι
και αναπόφευκτα επικαλούμαι το γνωστό επίγραμμαζεν
που αναρωτιέται αινιγματικά: Πως είναι ο ήχος ενός μόνο χεριού
πουχειροκροτεί;
Υπάρχει, άραγε, αυτός ο ήχος;
Κιεσύ, Μπούστος, προσπαθείςεπίσηςνατρίψεις, να ξεδιπλώσεις τα δυο σου πίσω
πόδια, το μοναδικό σου φτερό
και τότε ακούς (ή φαντάζεσαι ή πιστεύεις ή θες να ακούσεις)
αυτόν τον άλλο ανυπολόγιστο ήχο που σου απαντά
από ποιόν θάμνο
από ποια ανεξιχνίαστη γωνιά του σκηνικού, από ποιά
σιωπή
OBSERVACIÓN
HECHA DESDE EL HEMISFERIO
IZQUIERDO DEL CEREBRO
Es probable que Dios no exista
Esto en realidad carece de importancia
Más interesante es saber
que existe el hemisferio derecho del cerebro
cuya función es soñarlo
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΜΕ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ
ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ
Είναι πιθανό να μην υπάρχει Θεός
Αυτό στην πραγματικότητα δεν έχει σημασία
Έχει περισσότερο ενδιαφέρον να ξέρουμε
ότι υπάρχει το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου
του οποίου η λειτουργία είναι να το ονειρευόμαστε
⊂Ο⊃
DEL CANGREJO ERMITAÑO
Rara costumbre la del cangrejo ermitaño
Se le va la vida buscando caparazones de otros moluscos
latas, recipientes vacíos
toda suerte de objetos cóncavos abandonados
por sus antiguos huéspedes para instalarse en ellos
Es posible que todo se deba
a una compulsión turística por la novedad
O a un síndrome de inestabilidad casi metafísica
O a simple ejercicio peripatético de quien tiene
demasiadas patas que ejercitar
¿O habrá algo más de fondo en todo esto?
Quizás convenga preguntar
al secreto cangrejo ermitaño que habita
en cada uno de nosotros
Ese que, sin duda, acaba de escribir este poema
ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΚΑΒΟΥΡΑΣ
Παράξενη συνήθεια αυτή του ερημίτη κάβουρα
Περνά τη ζωή του αναζητώντας κελύφη από άλλα μαλάκια
κονσέρβες, άδεια δοχεία
κάθε είδους κούφια αντικείμενα εγκαταλελειμμένα
απ’ τους παλιούς τους ιδιοκτήτες για να εγκατασταθεί εκεί
Είναι πιθανό αυτό να οφείλεται
σε μια τουριστική παρόρμηση για το καινούριο
Η σε ένα σύνδρομο αστάθειας σχεδόν μεταφυσικής
Η στην απλή άσκηση περιπατητικής όσων έχουν
πολλά πόδια να εξασκήσουν
Η μήπως υπάρχει κάτι πιο βαθύ σ’ όλο αυτό;
Ίσως θα ’πρεπε να ρωτήσουμε
τον κρυφό ερημίτη κάβουρα που κατοικεί
στον καθένα μας
Εκείνον που, αναμφίβολα, μόλις έγραψε ετούτο το ποίημα
⊂Ο⊃
JACOB Y EL ÁNGEL REVISITADOS
Comprendo que no soy un perro
porque no levanto una pata trasera y orino
cuando encuentro una pared o un árbol
Comprendo que no soy un ángel
porque me dejo caer de un sexto piso
y salta en añicos mi precario vuelo
La idea de un ángel/perro, de un ang-rro
no me desagrada
Pero tan pronto la imagino, el ángel se llena de filos
y el perro confunde al ángel con un árbol
e inevitable levanta su pata
Me aturde el furor del ángel
Me paraliza su implacable pureza, su falta de piedad
Y no atrevo confrontarlo
El perro no parece inquietarse ante todo esto
y se marcha en busca de su árbol
Yo sigo sus azarosos pasos, detrás de él
cojeando
AΝΑΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΙΑΚΩΒΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ
Κατανοώ ότι δεν είμαι σκύλος
γιατί δε σηκώνω το πίσω μου πόδι για να ουρήσω
όταν βρίσκω έναν τοίχο ή ένα δέντρο
Κατανοώ ότι δεν είμαι άγγελος
γιατί αν αφεθώ και πέσω απ’ τον έκτο όροφο
θα γίνω θρύψαλα απ’ την αβέβαιη πτήση μου
Η ιδέα ενός αγγελόσκυλου
δε με ενοχλεί
Αλλά με το που τη φαντάζομαι, ο άγγελος γεμίζει λεπίδες
κι ο σκύλος μπερδεύει τον άγγελο με δέντρο
και αναπόφευκτα σηκώνει το πόδι του
Μεζαλίζει η φρενίτιδα του αγγέλου
Με παραλύει η αμείλικτή του αγνότητα, η έλλειψη συμπόνιας
Και δεν τολμώ νατον αντιμετωπίσω
Ο σκύλος δε φαίνεται να ταράζεται μπροστά σ’ όλα αυτά
κι αποχωρεί αναζητώντας το δέντρο του
Εγώ ακολουθώτα συνεσταλμένα του βήματα, από πίσω του
κουτσαίνοντας
⊂Ο⊃
METAFÍSICA
Después de que te has sentado
de una buena vez en el retrete
bien puedes pensar con Leibnitz
que este sea el mejor de los mundos posibles
Esta sensación de plenitud
puede durar aproximadamente entre 60
y 146 segundos
dependiendo, claro está, de la envergadura
del asunto
Lo inquietante de todo esto
es que a lo mejor no te equivocas
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Αφού έχεις κάτσει
μια και καλή στον καμπινέ
θα μπορούσες να σκεφτείς σαν τον Λάιμπνιτς
ότι αυτός είναι ο καλύτερος από τους πιθανούς κόσμους
Αυτή η αίσθηση πληρότητας
μπορεί να διαρκέσει περίπου 60
με 146 δευτερόλεπτα
ανάλογα, φυσικά, με τη σοβαρότητα
της κατάστασης
Τοανησυχητικό σε όλο αυτό
είναι ότι μάλλον δεν κάνεις λάθος
PÉNDULO
El péndulo
No hace otra cosa que buscar su centro
Es extraño verlo ir hipnóticamente
de un extremo a otro
Busca la quietud
Por eso se mueve
Se busca a sí mismo
Por eso no se alcanza
ΕΚΚΡΕΜΕΣ
Το εκκρεμές
Δεν κάνει τίποτα άλλο από το να αναζητά το κέντρο του
Είναι παράξενο να το βλέπεις να πηγαίνει υπνωτιστικά
από τη μια άκρη στην άλλη
Αναζητά την ηρεμία
Γι’ αυτό κινείται
Αναζητά τον εαυτό του
Γι’ αυτό δε φτάνει
* * *
NOTA BIOGRÁFICA
Santa Catalina de Alejandría, 1954. Doctor en Ciencias de las religiones por la Universidad Complutense de Madrid. Magister en literatura hispanoamericana por el Instituto Caro y Cuervo. En 1993 recibe el Premio Nacional de Poesía, concedido por el Instituto Colombiana de Cultura. En 2019 recibe el Premio Nacional de Poesía del Ministerio de Cultura de Colombia.
Su obra está recogida en Palabra que golpea un color imaginario (Universidad Internacional de Andalucía, 1996), Oración del impuro (Universidad Nacional de Colombia, 2004), Obra poética (Ministerio de Cultura de Colombia, 2010), La pupila incesante / Obra poética 1988-2013 (Fondo de Cultura Económica, 2016). Últimas publicaciones: De moscas y de ángeles (Antología, Pontificia Universidad Javeriana, 2018), Casa en el aire (Pretextos, 2017), y el ensayo Muerte de Dios y poesía moderna en Colombia (Universidad de Cartagena, 2017) estudio sobre tres clásicos de la poesía colombiana moderna: Héctor Rojas Herazo, Jorge Gaitán Durán y Álvaro Mutis. Actualmente es profesor de literatura en la Universidad de Cartagena (Colombia).
⊂Ο⊃
ΡΌΜΟΥΛΟ ΜΠΟΎΣΤΟΣ ΑΓΙΡΕ. Διδάκτωρ Θεολογίας από το Πανεπιστήμιο Κομπλουτένσε της Μαδρίτης. Μάστερ στη Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία από το Ινστιτούτο Caro y Cuervo. Το 1993 του απονέμεται το Εθνικό Βραβείο Ποίησης από το Κολομβιανό Ινστιτούτο Πολιτισμού. Το 2019 λαμβάνει το Εθνικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Πολιτισμού της Κολομβίας.
⊂Ο⊃
Las imágenes que acompañan a los poemas son de la ilustradora y artista plástica colombiana Yulith Martínez. Ella se describe así: Nací en la localidad de Usme, según mi madre, con un lápiz debajo del brazo. Desde entonces, entre líneas, colores y letras, el arte ha integrado en mí una personalidad diversa y creativa. Gracias al contacto con la cultura viva y la comunidad que hace parte de mis procesos evolutivos, he dado forma a experiencias artísticas y culturales enriquecedoras, potenciando en niños y jóvenes su capacidad creativa y visibilizando su obra en el territorio a través del intercambio cultural y patrimonial. Trabajo como creadora pedagógica, mediadora de lectura, promotora cultural y artística en contextos periféricos, especialmente con poblaciones en condición de vulnerabilidad. Más de su trabajo AQUÍ.